Χένρι Λονγκφέλοου
Χένρι Ουάντσουορθ Λονγκφέλοου
![]() |
Henry Wadsworth Longfellow (1807 - 1882) |
Henry Wadsworth Longfellow
Στη σύμπνοια είσαι δυνατός, στη διχόνοια αδύναμος —Henry Wadsworth Longfellow - Ρήσεις
Ο Henry Wadsworth Longfellow (1807-1882) γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1807 στο Portland Maine. Σχολείο πήγε σε ηλικία μόλις τριών ετών και από πολύ νωρίς έδειξε την κλίση του στα γράμματα. Στα δεκατρία του έγραψε το πρώτο του ποίημα με τίτλο "The of Lovell's Pond" που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα Portland Gazette. Κατά τη φοίτηση του στο Bowdoin College, o Longfellow μεταφράζοντας Οράτιο κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του.
Αποφοιτώντας, το 1825, ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, και το 1829 επέστρεψε στην Αμερική όπου ξεκίνησε την καριέρα του ως καθηγητής μοντέρνων γλωσσών στο Bowdoin College. Το 1834 έλαδε το αξίωμα του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, απ' όπου παραιτήθηκε το 1854 για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ως καθηγητής, η εισφορά του τόσο στους σπουδαστές όσο και στην ίδια την Αμερική ήταν μεγάλη, αφού καλλιέργησε το ενδιαφέρον όχι μόνο για την παράδοση και τους μύθους της Αμερικής, αλλά και για τη λογοτεχνία ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία καθώς επίσης και για τα γραπτά του γερμανικού, σκανδιναβικού και ισλανδικού πολιτισμού.
Το 1831 παντρεύτηκε τη Mart Storer Potter και μαζί ταξίδεψαν στην Ευρώπη. Ο ίδιος κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του σπούδασε σουηδικά, δανέζικα, φινλανδικά, ολλανδικά και λογοτεχνία, ενώ επηρεάστηκε αρκετά από τον Γερμανικό Ρομαντισμό. Η γυναίκα του πέθανε στο Ρότερνταμ το 1835 και τρία χρόνια αργότερα έγραψε γι' αυτήν το ποίημα "Footsteps of Angels". To 1839 κυκλοφορεί το ρομαντικό μυθιστόρημά του "Hyperion" και μια ποιητική συλλογή με τίτλο "Voices of the Night" και έναν χρόνο μετά εκδίδεται το βιβλίο "The Skeleton in Armor" και το θεατρικό "The Spanish Student".
![]() |
H. W. Longfellow - The Song of Hiawatha |
O Longfellow ήταν ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που καταπιάστηκε με τη ζωή και τα έθιμα των Ινδιάνων στο επικό ποίημα "The Song of Hiawatha" (Το τραγούδι του Χιαγουάθα), το οποίο άρχισε να γράφει τον Ιούνιο του 1854, επηρεασμένος από το φινλανδικό έπος Kalevala, απ' όπου και υιοθέτησε το μέτρο (τροχαϊκό τετράμετρο). Με την αμερικανική ιστορία και παράδοση ο Longfellow ασχολήθηκε και σε δύο άλλα έργα του, "The Courtship of Miles Standish" (1858) και το "Evangeline" (1847), ενώ επισκέφτηκε ξανά την Ευρώπη το 1842, όπου έγραψε αρκετά ποιήματα για τη δουλεία και τα εξέδωσε το ίδιο έτος (Poems of Slavery).
To 1843 o Longfellow παντρεύτηκε για δεύτερη φορά και πήρε την Fanny Appleton, κόρη επιφανούς εμπόρου από τη Βοστώνη. Μα ούτε στον δεύτερο γάμο του κατάφερε να ευτυχίσει, αφού το 1861 η δεύτερη σύζυγός του βρίσκει τραγικό θάνατο όταν το φόρεμά της πιάνει φωτιά από αναμμένο κερί. Το 1868 βρίσκεται για μια ακόμα φορά στην Ευρώπη, που συναντήθηκε με τον Άγγλο ποιητή Alfred Tennyson και επισκέφτηκε τη Βασίλισσα Βικτώρια που υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες θαυμάστριες του έργου του. Στη Ρώμη συναντάει τον συνθέτη Φραντς Λιστ, ο οποίος μελοποιεί (1875) την εισαγωγή από το έργο του "The Golden Legend" που είχε κυκλοφορήσει το 1851, την οποία ο Λιστ, εντάσσει στη καντάτα "Οι καμπάνες του καθεδρικού ναού του Στρασβούργου".
Στα τελευταία έργα του Longfellow εντάσσεται μια τριλογία με θέμα τον χριστιανισμό, "Christus: A Mystery" (1872), ένα χορόδραμα με τίτλο "The Masque of Pandora" (1873) και ποιητική συλλογή "Keramos and other Poems" (1878). Η ποίηση του Longfellow ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και ο ίδιος εντασσόταν ανάμεσα στους πιο αγαπητούς ποιητές του 19ου αιώνα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Longfellow τα έζησε στο Κέιμπριτζ, όπου και πέθανε στις 24 Μαρτίου 1882. Στο Westminster Abbey του Λονδίνου, έχει τοποθετηθεί μια μαρμάρινη προτομή του Longfellow στη Γωνιά του Ποιητή (Poet's Corner).
💦 Γνωστό ποίημα του "Το Ναυάγιο του Έσπερου" (The Wreck of Hesperus) όπου περιγράφει λεπτομερώς την οδύνη του καπετάνιου που έχασε τη μικρή του κόρη στο ναυάγιο.(A΄, Β΄, Γ΄, Δ΄στροφή)
Στην κατωτέρω διαφάνεια, η νεκρή κόρη του ψαρά - καπετάνιου δεμένη στο κατάρτι του ναυαγισμένου πλοίου. Γκραβούρα στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα
Ήταν η σκούνα Έσπερος
που 'βαλε πλώρη στη θάλασσα του χειμώνα
Κι ο καπετάνιος μαζί με τη μικρή του κόρη
συντροφιά να την έχει κοντά.
Μπλε ήταν τα μάτια της σαν νεράιδας μ' ολόχρυσα μαλλιά
Τα μάγουλα της αυγή της μέρας
και στα στήθια της άσπρα λευκαγκαθών μπουκέτα
που ανθίζουν το μήνα Μάη.
Ο καπετάνιος δίπλα στο τιμόνι
η πίπα άναβε στα χείλη του
παρακολουθώντας τον αέρα που φύσαγε
κινώντας τον καπνό πότε Δυτικά πότε Νότια.
Όρθιος ως παλιός Ναύτης μίλησε τότε
που' χε είχε σαλπάρει από το Ισπανικό Μέιν
"Προσεύχομαι λιμάνι απάνεμο να βρούμε
πλησιάζει καταιγίδα βαριά.
⚓
It was the schooner Hesperus
That sailed the wintery sea;
And the skipper had taken his little daughtér,
To bear him company.
Blue were her eyes as the fairy flax,
Her cheeks like the dawn of day,
And her bosom white as the hawthorn buds,
That ope in the month of May.
The Skipper he stood beside the helm,
His pipe was in his mouth,
And he watched how the veering flaw did blow
The smoke now West, now South.
Then up and spake an old Sailór,
Had sailed the Spanish Main,
“I pray thee, put into yonder port,
for I fear a hurricane.
πηγή poets.org
Related story Η Σχεδία της Μέδουσας
Le Radeau de la Meduse - Théodore Géricault