Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες - Μια αδυσώπητη πραγματικότητα

Αδυσώπητη Πραγματικότητα

Giorgio De Chirico - Τα Φοβερά Παιχνίδια 1925Pablo Picasso (1881 - 1973) - "Αγαπώ την Εύα" 1912 (31)

Ξεχαρβαλωμένες Κιθάρες

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Πρέβεζα, 1927

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗ 1896 - ΠΡΕΒΕΖΑ 1928 (32)
Κώστας Καρυωτάκης Νίκος Καράκαλος - Παλιό Φάληρο 1927
Κώστας Καρυωτάκης - Σχεδίασμα

Ογδόντα εννέα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Κώστας Καρυωτάκης έγραφε το ποίημα "Κιθάρες" (1927) - έναν χρόνο πριν το τέλος του. Ακολούθησαν ο Β΄παγκόσμιος πόλεμος, η χειραφέτηση της γυναίκας, το οκτάωρο εργασίας, η καταναλωτική κοινωνία - έως σήμερα που μιλάμε για παγκοσμιοποίηση, ανοιχτά σύνορα, ταξίδια χωρίς διαβατήριο παρά μόνο την ταυτότητα στις χώρες της Ε.Ε.

Όμως αυτές οι κατακτήσεις του ανθρώπου δεν μοιάζουν να του έχουν λύσει κανένα πρόβλημα - αντίθετα έχουν οξύνει την αίσθηση του ανικανοποίητου και της μοναξιάς που ο άνθρωπος κουβαλάει στο υποσυνείδητο του, σαν δεύτερη φύση και που θέλει να εκδηλωθεί σε κάθε πρόσφορη στιγμή, κάτι σαν ευχαρίστηση με τα διάφορα δεινά και τις αποτυχίες. Κι αυτό μοιάζει κατανοητό γιατί πως αλλιώς θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στα δύσκολα;

Σαν μεγάλο θηρίο που είναι, και από αυτά θέλει να αντλεί ευχαρίστηση: ακόμη κι από τα δεινά. Άρα απώτερος σκοπός του ανθρώπινου όντος είναι να αντλεί ευχαρίστηση. Από τον εαυτό του φυσικά και από ό,τι τον περιτριγυρίζει. Έτσι λοιπόν φωνάζει για να ακούγεται, γελάει για να ακούγεται, χορεύει για να τον βλέπουν, τρώει για να ευχαριστιέται, κοιμάται για να ξεκουράζεται - όλα τα κάνει τέλος πάντων, για δικό του όφελος και ικανοποίηση.

Ογδόντα εννέα χρόνια δεν φθάνουν λοιπόν για να μετρηθεί η μοναξιά του ανθρώπου, το κούφιο της οντότητας του, η αδυναμία του να καταλάβει την ύπαρξη του μέσα στον κόσμο. Λόγια μένουν - κενά νοήματος, σαν κλείσει το στόμα που τα λέει, γιατί μόνο το στόμα που τα εκστομίζει βρίσκει σ' αυτά κάποιο νόημα. Σαν κλείσεις τα μάτια για πάντα, δεν μένουν ούτε τα λόγια - αυτό το ατελείωτο σφυροκόπημα των λέξεων - ευχάριστο γι' αυτόν που το πράττει, ενοχλητικό και ακατανόητο στο σύνολο του για τους άλλους που ακούνε: στην καλύτερη περίπτωση, γιατί συνήθως διακόπτουν για να πουν τα δικά τους λόγια.

Ογδόντα εννέα χρόνια και ο άνθρωπος δεν αλλάζει - αντίθετα χειροτερεύει: ποιος θα περίμενε ότι θα νομιμοποιούταν σε όλες τις βλακείες που κάνει; πως ο ναρκισσισμός και η αυταρέσκεια θα βρίσκανε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν σε εποχές ασυδοσίας, απάτης, ψευδούς ή παραπλανητικής ή τετριμμένης πληροφόρησης; Όταν όλα είναι επιτρεπτά, όταν δεν υπάρχει τίποτε να κρατηθεί κανείς, κάτι που να εμπνέει την εμπιστοσύνη, ο άνθρωπος αφήνεται εγκαταλελειμένος στο τραγούδι των Σειρήνων που τον καλούν.

Σειρήνες απατηλές, καθώς είναι ντυμένες με τα παρδαλά ρούχα της παραπλάνησης... Τον παίρνουν και τον πάνε όπου εκείνες θέλουν μέσω του δρόμου της φαντασίας που αυτές γνωρίζουν τόσο καλά γιατί αυτός είναι στο έδαφος που εκτρέφονται και ζουν. Σήμερα αυτές οι Σειρήνες είναι τόσο επίκαιρες όσο το τραγούδι τους αντηχεί πάνω από κάθε παραλογισμό της σύγχρονης εποχής, σφραγίζοντας τον με το αποτύπωμα του.

Ογδόντα εννέα χρόνια για να εδραιωθεί ο παραλογισμός του χρήματος, γιατί η μόνη αξία που έχει απομείνει είναι το χρήμα και πως θα το αποκτήσεις για να ικανοποιήσεις τις ανάγκες σου που βέβαια έπονται των υποχρεώσεων προς τους τρίτους: λογαριασμοί, τέλη, έξοδα κίνησης, και ακολουθεί μακρύς κατάλογος που πρέπει κάθε μέρα να ζεις με αυτόν...

Βέβαια αυτές οι Σειρήνες δεν είναι σαν του Οδυσσέα γοητευτικές —καθώς ξεκουφαίνουν με το ατέλειωτο εκκωφαντικό τραγούδι τους. Κι οι άνθρωποι προσπαθούν να το μιμηθούν, να στροβιλισθούν στο σκοπό του - όσο κι αν δεν είναι γοητευμένοι από αυτό, ή έστω όσο κι αν δεν τους αρέσει και τόσο, γιατί δεν έχουν κάτι καλύτερο μπροστά τους που να τους καθοδηγεί. (Η πεμπτουσία του παραλογισμού!).

Κι έτσι με τις ξεχαρβαλωμένες κιθάρες που ηχούσαν προς 89 ετών, του Καρυωτάκη, ο σημερινός άνθρωπος έχοντας πλήρως ταυτισθεί, πορεύεται, μέσα σε μια κοινωνία που μοιάζει ξεχαρβαλωμένη κι αυτή.
Πηγή Εικόνας 3: art.com | Μια άλλη εκδοχή του ποιήματος αυτού εδώ 📌

Η Κιθάρα ως Σύμβολο

🎸 Παραλληλισμός της εικόνας κιθάρα στο ποίημα του Καρυωτάκη 1927 και στο ζωγραφικό έργο του Πικάσο 1912:

H κιθάρα για τον Καρυωτάκη είναι ένα σύμβολο του άδειου, ενός ηχείου που αντηχεί μνήμες οδυνηρές και ακατανόητες από τα βάθη του παρελθόντος. Οι χορδές σπασμένες κρέμονται σαν σπασμένες αλυσίδες καραβιού που δέρνεται ακυβέρνητο στο πέλαγος.

Για τον ζωγράφο Πικάσο —12 χρόνια πριν, είναι η μνήμη μιας ερωτικής σχέσης, ενός εναγκαλισμού που ξυπνά μνήμες αγάπης και ευχαρίστησης: στη θέα της κιθάρας ο νους ταξιδεύει σε βραδιές χορού και στροβιλισμού σ' ένα πάθος πρωτόγνωρο...


"Ξεχαρβαλωμένες Κιθάρες" - Ποίηση Κώστας Καρυωτάκης, 1927

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Jules και Jim